κυβιστητῆρας

κυβιστητῆρας
κυβιστητήρ
tumbler
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”